πλομος

πλομος
    πλόμος
     бот. коровяк (Verbascum thapsus L. - семенами которого пользовалась для одурманивания рыбы) Arst.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "πλομος" в других словарях:

  • πλόμος — ὁ, Α φλόμος, βουκάμινο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. φλόμος*] …   Dictionary of Greek

  • πλόμῳ — πλόμος poison with mullein masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλομίζω — Α [πλόμος] ναρκώνω ψάρια με φλόμο και τά ψαρεύω, φλομίζω, φλομώνω («τοὺς ἐν ποταμοῑς καὶ λίμναις θηρεύειν πλομίζοντας») …   Dictionary of Greek

  • φλόμος — ο, ΝΜΑ, και σφλόμος και φλώμος Ν, και φλῶμος Μ, και φλόνος και θηλ. φλόμος, ἡ, ΜΑ, και πλόμος Α κοινή σήμερα ονομασία ειδών φυτών τού γένους βερμπάσκο, αλλ. φλομόχορτο νεοελλ. 1. βοτ. κοινή ονομασία ειδών τού γένους φλομίς και ιδίως τού είδους… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»